βούτηγμα

βούτηγμα
και βούτημα, το [βουτώ]
1. καταβύθιση, εμβάπτιση
2. συνεκδ. το εμβαπτιζόμενο στο ρόφημα κουλούρι, μπισκότο κ.λπ.
3. βουτιά, μακροβούτι
4. φρ. «το βούτημα του ήλιου» — η δύση
5. βίαιη αρπαγή κάποιου πράγματος
6. δόλια υπεξαίρεση, κλοπή
7. ξαφνικό άρπαγμα, λαβή
8. άσεμνη χειρονομία σε γυναίκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βούτηγμα — βούτηγμα, το και βούτημα, το 1. το βύθισμα σε υγρό: Το βούτηγμα ψωμιού στη σαλάτα θεωρείται αγένεια. 2. κουλούρι, παξιμάδι ή μπισκότα που τα βουτάμε σε ροφήματα: Χρειαζόμαστε και βουτήγματα για τον καφέ. 3. η λαβή, το άρπαγμα, το πιάσιμο: Το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • παρακύλισμα — και παρακύλημα, το 1. ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακυλώ, η διατοίχηση ή διατοιχισμός, κν. μπότζι 2. κύλισμα, βούτηγμα μέσα σε κάτι με περιστροφικές κινήσεις 3. φρ. «παρακυλίσματος κίνηση» ιατρ. συνολική κυματοειδής κίνηση τής… …   Dictionary of Greek

  • πλατσούρισμα — και πλατσάρισμα, το, Ν [πλατσουρίζω] (κυρίως σχετικά με τα μικρά παιδιά) το βούτηγμα και τα παιχνίδια με τα νερά, και κυρίως τα λασπόνερα, το τσαλαβούτημα …   Dictionary of Greek

  • βύθισμα — το 1. η κατάδυση, το βούτηγμα: Το βύθισμα του παιδιού στην κολυμπήθρα είναι απαραίτητο για να γίνει η βάφτιση. 2. (ναυτ. όρος), «βύθισμα πλοίου», το βάθος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στο οποίο φτάνει η καρίνα του πλοίου ανάλογα με το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”